ταρσοπλαστική

ταρσοπλαστική
η, Ν
ιατρ. εγχείρηση με την οποία διορθώνεται παρέκκλιση τού ποδιού με αφαίρεση τμήματος τών οστών τού ταρσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tarsoplastie (< ταρσός + πλαστός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”